ιμάσθλη

ιμάσθλη
ἱμάσθλη, ἡ (Α)
1. μαστίγιο
2. πηδάλιο πλοίου
3. λουρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάσσω
συνδέεται με τον τ. μάσθλης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἱμάσθλη — thong fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμάσθλῃ — ἱμάσθλη thong fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμάσθλαις — ἱμάσθλη thong fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμάσθλην — ἱμάσθλη thong fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμάσθλης — ἱμάσθλη thong fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάσθλης — μάσθλης, ητος, αιολ. τ. μάσλης (Α) 1. κατεργασμένο δέρμα 2. ο ιμάντας τής μάστιγας («φοίνιον μάσθλητα δίγονον», Σοφ.) 3. μτφ. πανούργος, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. < ἰμάσθλη* «ιμάντας, μαστίγιο» με σίγηση τού αρκτικού ι… …   Dictionary of Greek

  • ἱμάσθλας — ἱμάσθλᾱς , ἱμάσθλη thong fem acc pl ἱμάσθλᾱς , ἱμάσθλη thong fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής …   Dictionary of Greek

  • ύθλος — ὁ, ΜΑ ανόητη φλυαρία, μωρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων σχηματισμένος με το σπάνιο επίθημα θλ ος (πρβλ. ἄεθλος, ἰμάσθλη). Κατά μία άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το θ. τού ρ. ὕει «βρέχει» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”